- δόξασμα
- το (AM δόξασμα)1. δοξασία2. έπαινος, εγκώμιοαρχ.1. φαντασία2. δόξα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δόξασμα — opinion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόξασμα — το το να αποκτήσει κανείς δόξα, ο έπαινος, η τιμή, η αίγλη: Κι είναι δικό σου δόξασμα, δικός σου πλούτος είναι (Σολωμός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δοξασμάτων — δόξασμα opinion neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξάσμασι — δόξασμα opinion neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξάσμασιν — δόξασμα opinion neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξάσματα — δόξασμα opinion neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξάσματι — δόξασμα opinion neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξάσματος — δόξασμα opinion neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՓԱՌԱՒՈՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0935 Chronological Sequence: Early classical, 10c, 11c, 12c, 14c գ. δόξασμα, δόξα, ἕνδοξον, κλέος, εὑκλεία, εὑημερία glorificatio, decus եւն. Փառաւորիլն, եւ ելն. մեծարանք. պատիւ. շուք. պարծանք. փառք. իրք պանծալիք. վայելութիւն, հանդէս.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)